fbpx
«Με προορισμό την ομορφιά» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

«Με προορισμό την ομορφιά» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Η τέχνη, και ειδικότερα η ποίηση, είναι το πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται αιώνες τώρα η φύση, η μορφή, η έκφραση και το βίωμα της ομορφιάς. Στις άοκνες διαδρομές της έχει να επιδείξει άμετρους συνδυασμούς, εναρμονίσεις, ρυθμούς και τρόπους να εκπέμπει το ωραίο και να το εγκαθιστά στην ψυχή των πολλών ή λίγων, ανάλογα, αποδεκτών του. Και λέω στην ψυχή γιατί πρόκειται για μιαν υποδοχή αυθόρμητη, ανοικτή, απροϋπόθετη στον καθένα, ήδη από την αρχέγονη χειρονομία δεκτικότητας του ωραίου, χωρίς νοητικές ή άλλες διαμεσολαβήσεις· χωρίς τη γνώση ή την προσποίηση γνώσης για τον ορισμό του, κάτι που εκφεύγει συνεχώς και μετεωρίζεται ως ζητούμενο στην ιστορία της αισθητικής αλλά και στου καθενός τις απόπειρες κατανόησης και χειραγώγησής του. Όμως το ωραίο υπάρχει και γίνεται αντιληπτό ως βίωμα. Και το άσχημο υπάρχει και γίνεται αντιληπτό ως βίωμα. Ίσως και να αφορά την πιο ισχυρή συναισθηματική εμπειρία του ανθρώπινου πολιτισμού, αν μάλιστα συνδέσουμε την ύπαρξη των δύο αντιθετικών εννοιών με εμπειρίες της ζωής που ζυμώνονται από το ίδιο υλικό: αγάπη-μίσος, πόλεμος-ειρήνη, ευσπλαχνία-σκληρότητα, ηρωισμός-δειλία, αλήθεια-ψεύδος, ευγνωμοσύνη-αχαριστία και… ό,τι περιχαρακώνεται μέσα στις άπειρες αποχρώσεις των ανθρώπινων εμπειριών και των αντίστοιχων εκβολών τους στη συναισθηματική ενδοχώρα.

Ο πρωτόγονος άνθρωπος –πόσο επιδιώκουμε τη διείσδυση στην ψυχή του!– ζει μέσα στην ποίηση του φυσικού του περιβάλλοντος. Είναι το φυσικό του ενδιαίτημα, η μαγική, δυσερμήνευτη προέκταση της ύπαρξής του, την οποία θεάται ενδεής και ταπεινός – στοιχείο της ποιητικότητάς του και η ίδια η ταπεινότητά του. Εδώ η ποίηση είναι υπαρξιακό βίωμα που περιέχει απρόσκλητη και δεδομένη την ομορφιά. Είναι η αχειροποίητος δύναμη μιας «χρυσής εποχής», όπως προσδιορίζεται από τις μυθικές εκτροπές της φαντασίας των λαών. Και παρά την ακατέργαστη, επινοητική ωστόσο νόησή του, εκείνος ο άγνωστος αλλά πολύ οικείος μας άνθρωπος, ενώ δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να την περιγράψει ή να την ορίσει ως εμπειρία, εντούτοις την αισθάνεται και την αποτυπώνει: στα πριμιτίφ σχεδιάσματα πάνω στους βράχους, στα πελεκημένα εργαλεία του, στα ψελλίσματα των ευχών και των επικλήσεών του, στα μαγικά σπαράγματα αποτροπής του φόβου του, στις πρώτες συναρμολογήσεις λέξεων για να κατασκευάσει με τον τρόπο του το λιγόλογο ερωτικό του τραγούδι, στον ήχο που εκπέμπει το καλάμι στο στόμα του καθοδηγημένο από τη δόνηση της χαράς ή της λύπης του. Ένα είναι σίγουρο γι’ αυτά και άλλα άπειρα που θεμελιώνουν την έντεχνη φύση του ανθρώπου: ότι στρέφεται όλως αυθόρμητα, σαν από «βασικό ένστικτο» παρακινημένος, προς την ομορφιά, γνωρίζοντας από τις απαρχές να την αντιπαραθέτει στην ασχήμια. Όχι μονάχα στις έντεχνες δοκιμές του, αλλά σε κάθε πτυχή του «έμπρακτου» βίου του. Δεν αποφεύγει την ασχήμια – άλλωστε, δεν διδάχτηκε την αποφυγή της συστηματικά παρά στον βαθμό που την είδε ως εμπειρία δυσάρεστη γι’ αυτόν ή τους ομοίους του. Επιδιώκει όμως την ομορφιά και την υμνεί στις προσευχές του και στους εξορκισμούς απόταξης της ασχήμιας. Και συνειδητοποιεί μέσα σε κείνο το άδειο από νουθεσίες και προτροπές πολιτισμού κέλυφος της ζωής του, ότι το ωραίο είναι και «αγαθό» ενώ το άσχημο, δύσμορφο και αποκρουστικό, είναι και «κακό».

Όλοι οι λαϊκοί πολιτισμοί διαχρονικά και σε μια συγκριτική διερεύνησή τους, εγκατοικούν μέσα σ’ αυτές τις ταυτότητες: όμορφο=αγαθό, άσχημο=κακό. Πράγματι, η πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά μία έννοια δεν είναι παρά ένας αδιάλειπτος αγώνας για την υλοποίηση της ομορφιάς. Για την κατάκτηση του ωραίου – αν και η έννοια της «κατάκτησης» δεν συνάδει προς το ωραίο. Η ποίηση των λαών είναι γεμάτη από παραδείγματα μιας λεπτής, ανόθευτης και ταπεινής αίσθησης του ωραίου και της ομορφιάς. Αλλά και το παραμύθι, το πρώτο ίσως ποιητικό είδος που κατασκεύασε η ανθρώπινη δημιουργική δύναμη, την ομορφιά εκθειάζει στον άνθρωπο, στα πράγματα, στις πράξεις και την ανάγει σε αρχετυπικές μορφές, που δεν απαιτούν καν ειδικότερο προσδιορισμό ή περιγραφή. Είναι ως οι άνθρωποι και στις πιο μακρινές εποχές να μπορούν να εννοήσουν με τη λέξη ομορφιά, όμορφος, την ακριβή της εικόνα, την καθολική της παράσταση.

Ο κορυφαίος Ελβετός ερευνητής της ευρωπαϊκής λαϊκής λογοτεχνίας Max Luthi, στο έργο του Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση, ανασκάπτοντας στα παραμυθικά μοτίβα των λαών Δύσης και Ανατολής, δείχνει το πώς η ομορφιά είναι για το παραμύθι υπέρτατη αξία. Και πως, έστω κι αν πολλά άλλα πράγματα ή ακόμα και λουλούδια και φυσικά τοπία και κατασκευές χαρακτηρίζονται ως ωραία, εντούτοις «το επίθετο όμορφος συνοδεύει άμεσα ή έμμεσα κυρίως τους ανθρώπους και τις ανθρωπόμορφες μορφές άλλων κόσμων»[1]. Η επιτομή της ομορφιάς ωστόσο συγκεντρώνεται κυρίως σε μια γυναικεία μορφή, που μπορεί να οδηγήσει και μέχρι την κατάπληξη: «Ήταν τόση η ομορφιά της… που δεν μπορούσες να την κοιτάξεις» ή «Εξαιτίας της ομορφιάς της ο πατέρας της τη φυλάκισε» (για ν’ αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των μνηστήρων που τη διεκδικούσαν)[2]. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του Luthi για την απουσία οποιασδήποτε περιγραφής. Αρκεί η στερεότυπη, επαναλαμβανόμενη λέξη «ομορφιά» ώστε να δημιουργηθεί μια παγκόσμια αρχέτυπη σύλληψή της και μια γενίκευση με καθολικό χαρακτήρα: που υπερβαίνει τόπους, εποχές, εμπειρίες πολιτισμών και ανθρωπολογικά πρότυπα. «…ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να μιλήσει το παραμύθι για την ομορφιά είναι απλώς η χρήση της λέξης όμορφος, χωρίς σύγκριση ή αντίθεση, χωρίς άλλα στολίδια. Αυτήν περιμένει ο ακροατής και με τη συνεχή επανάληψή της δίνει κανονικότητα στην αφήγηση... Κάθε εξειδικευμένη περιγραφή το περιορίζει». Και παρακάτω: «Τελικά, μόνο ένα πράγμα ταιριάζει στην ομορφιά: η αφηρημένη λέξη “όμορφο”». Αλλά, γιατί η ομορφιά δεν περιγράφεται; «Το παραμύθι», θα μας πει ο Luthi, «αποφεύγει τις περιγραφές όχι μόνο για τεχνικούς λόγους –επειδή η επική αφηγηματική λογοτεχνία πρέπει να ακολουθεί τον κανονικό χρόνο, όπως παρατήρησε ο Λέσινγκ, ή επειδή ο μέσος άνθρωπος δεν έχει την ικανότητα της περιγραφής– αλλά επειδή, όπως μας έκανε να καταλάβουμε ο περίφημος Γιόχαν Ντιμίτρι – Ταϊκόν, αρχηγός των 550 περίπου Τσιγγάνων που ζούσαν στη Σουηδία και ο οποίος πέθανε το 1950, η ομορφιά δεν περιγράφεται… Το ότι η ομορφιά αφήνει άφωνο τον αφηγητή είναι το μεγαλύτερο εγκώμιο γι’ αυτήν»[3]. Η ομορφιά αντιπαρατίθεται στην ασχήμια και οι δυο έννοιες, υποστηρίζει ο Luthi, βασίζονται από τη μια στο μη αισθητικό, στις ζωτικές ανάγκες, κι από την άλλη αγγίζουν το πνευματικό, το θρησκευτικό. Έχει ήδη μιλήσει για την ομορφιά ως θετική αξία – για την ομορφιά ως αντανάκλαση της Θείας Δόξας, στην αντίληψη μιας θεολογικής αισθητικής. Οπωσδήποτε σ’ αυτές τις θεωρήσεις και στις ίδιες τις στερεότυπες συγκρίσεις της παραμυθικής ομορφιάς με το φως, τον ήλιο, τον χρυσό…, στην έννοια ανακλάται η ιδέα του αγαθού, που υλοποιείται με συγκεκριμένες πράξεις ή δοκιμασίες του παραμυθικού ήρωα μέχρι την επιλογική καθαρτήρια πράξη.

Από την πλευρά της φιλοσοφίας, σημαντική –και διαφοροποιημένη– στιγμή για την τέχνη (την ποίηση) συνιστά η πλατωνική σκέψη, η οποία υπερβαίνοντας προγενέστερες αλλά και μεταγενέστερες απόψεις του αρχαίου κόσμου μετακινεί την πρόσληψη της ποίησης από πολιτιστικό προϊόν σε προϊόν ηθικής, προσδίδοντάς της ηθικολογικό χαρακτήρα. Καθώς η ποίηση συνυφαίνεται με τον αισθητό κόσμο, τον κόσμο των ειδώλων, τον οποίο μιμείται, δεν είναι δυνατόν να συνομιλήσει με τον πραγματικό κόσμο των ιδεών, με τον οποίο μόνον η φιλοσοφία συνομιλεί. Για να αισθητοποιήσει τον ρόλο της ποίησης ο Πλάτων χρησιμοποιεί την παραστατική σχέση του καθρέφτη με τα εικονιζόμενα είδωλα: «Ο ποιητής δεν κάνει τίποτα σοβαρό παρά μονάχα περιφέρει παντού έναν καθρέφτη, μέσα στον οποίο αναπαρίστανται τα πάντα ταχύτατα: ο ήλιος, τα ουράνια σώματα, η γη, ο εαυτός τους, τα άλλα ζώα, τα σκεύη και τα φυτά» (Πολιτεία, 596 d-e). Επομένως, οι ποιητές μένουν έξω από την ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα, γιατί επιπλέον με την τέχνη τους «θεριεύουν τα πάθη των ανθρώπων παραμερίζοντας τον λόγο». Δεν αμφισβητεί ωστόσο ο φιλόσοφος την έννοια του ωραίου στην ποίηση, αλλά αυτό το ωραίο απέχει από το απόλυτα ωραίο του ακίνητου κόσμου των ιδεών, το οποίο μόνον η φιλοσοφία θεάται.

Στην Παραμυθία της Φιλοσοφίας, έργο του νεοπλατωνικού Ανίκιου Μάνλιου Σεβερίνου Βοήθιου, μπορούμε να παρακολουθήσουμε σε θεατροποιημένο σκηνικό την πλατωνική θέση για την κατωτερότητα της ποίησης σε σχέση με την ανωτερότητα της φιλοσοφίας. Καταδικασμένος σε θάνατο ο Βοήθιος, περνά μελαγχολικός τις τελευταίες μέρες του στη φυλακή, γράφοντας σε ποιητική μορφή τις θλιβερές του σκέψεις, σαν ύστατο χαιρετισμό κι απολογισμό της ζωής του. Και ξαφνικά μια γυναίκα με όψη σεβαστή, με μάτια λαμπερά και διαπεραστικά, πολύ ηλικιωμένη αλλά με χρώμα ζωηρό και δύναμη ανεξάντλητη, με τέλεια ρούχα και υλικό απέθαντο, υφασμένα από την ίδια, αλλά βίαια σκισμένα σε κάποια σημεία, στήνεται πάνω από το κεφάλι του κατάδικου. Κι απευθυνόμενη στις Μούσες, που με τους θρήνους τους τον παρηγορούσαν, και με ξαναμμένα από το θυμό μάτια: «Ποιος επέτρεψε σ’ αυτά τα θεατρικά πορνίδια να πλησιάσουν τούτο τον άρρωστο, που τα βάσανά του όχι μόνο δεν τα ελαφραίνουν με φάρμακα αλλά και με γλυκά από πάνω δηλητήρια τα τρέφουν; Γιατί αυτές είναι που την πλούσια σε καρπούς σπορά του λογικού με τ’ άκαρπα τ’ αγκάθια της συμπάθειας πνίγουν και τον νου των ανθρώπων συνηθίζουν στην αρρώστια, δεν τον ελευθερώνουν απ’ αυτή… Φύγετε καλύτερα, Σειρήνες ως το θάνατο γλυκές, κι αφήστε τον μου να τον περιποιηθώ και να τον γιατρέψω εγώ με τις δικές μου τις Μούσες». Έτσι η Φιλοσοφία απομακρύνοντας την Ποίηση παίρνει την παραμυθητική της θέση, κι έρχεται, ψύχραιμη και νηφάλια, να συμπαρασταθεί στον μαθητή της και με τα «όπλα» της να τον διδάξει την αρετή ακόμα και στον θάνατο, όπως και σε παλιότερους, πριν από τον Πλάτωνα, καιρούς είχε αγωνιστεί με της μωρίας την αναίδεια.[4]

Η ποίηση των λαών είναι γεμάτη από παραδείγματα μιας λεπτής, ανόθευτης και ταπεινής αίσθησης του ωραίου και της ομορφιάς.

Στην αριστοτελική σκέψη, όπου συστηματικά θεωρητικοποιείται το φαινόμενο της τέχνης στα έργα του φιλοσόφου Ποιητική και Ρητορική, η ποίηση, σε αντιδιαστολή προς την ιστορία, εκφράζει το καθολικό, καθώς ο ποιητής αντικρίζει την ποιητική αλήθεια υπερβαίνοντας την πραγματικότητα φορτωμένη από το ασήμαντο, το καθημερινό και το τυχαίο. Η έννοια της μιμήσεως, δανεισμένη από τον Πλάτωνα, δεν έχει στον Αριστοτέλη μεταφυσικό χαρακτήρα, γιατί πρόκειται για αναπαράσταση της πραγματικότητας με τα αισθητά μέσα που διαθέτει ο άνθρωπος και που από απλή μίμηση μετουσιώνεται σε τέχνη, με βάση μεθόδους και κανόνες. Ο άνθρωπος επικοινωνεί με την τέχνη, επειδή «η μίμηση είναι σύμφυτη σ’ αυτόν από την παιδική ηλικία και κατά τούτο υπερέχει των άλλων ζώων: διότι ο άνθρωπος είναι μιμητικότατο ον και αποκτά τις πρώτες μαθήσεις μέσω μίμησης. Σύμφυτο είναι και το ότι όλοι χαιρόμαστε για τα μιμήματα».[5] Έτσι ο ποιητής αναπαριστώντας την πραγματικότητα –μέσω του λόγου, του ρυθμού, της αρμονίας–, έρχεται να συναντηθεί με την ανθρώπινη κατάσταση κατά την οποία ο καθένας μπορεί να κατανοήσει και να ταυτιστεί με το αναπαριστώμενο και να οδηγηθεί στον έλεον και τον φόβον, κορυφαία συναισθηματική κατάσταση λύτρωσης του ανθρώπου μέσω της τέχνης (της τραγικής ποίησης). Η έννοια της πλατωνικής μιμήσεως που καταδικάζει την ποίηση έρχεται τώρα με τον Αριστοτέλη να την υπερασπιστεί.

Ο Καντ, αναγνωρίζοντας τη φύση ως απόλυτη αισθητική οντότητα, θεωρεί ότι η τέχνη έρχεται, μιμούμενη τη φύση, να συνθέσει το ωραίο ακολουθώντας τους νόμους και τους περιορισμούς που η ίδια η φύση υπαγορεύει στον καλλιτέχνη. Κατηγοριοποιεί τις «καλές τέχνες» σε τρία είδη ανάλογα με τις μορφές έκφρασης που οι καλλιτέχνες αξιοποιούν για να εκφράσουν το ωραίο: τη λέξη, τη χειρονομία και τον τόνο (ποίηση και ρητορική, εικαστικές τέχνες – αρχιτεκτονική, μουσική και τέχνη των χρωμάτων). Η αισθητική κρίση, σε αντίθεση με τη λογική κρίση, είναι αναστοχαστική και απευθύνεται στην πρόσληψη του ωραίου από το υποκείμενο και την ανταπόκρισή του στην ευχαρίστηση ή τη λύπη που του προκαλεί, ενώ είναι αποκομμένο από κάθε πρακτική, υλική ή χρηστική ωφέλεια, καθώς ορίζεται ως «ανιδιοτελής ευαρέσκεια»[6]. Ο Καντ –διαχωρίζοντας το ωραίο από το υψηλό (υπέροχο)– συνδέει το πρώτο με την έννοια του σχήματος και της μορφής, με την υπόταξή του στην κανονικότητα και στις νομοτέλειες της φύσης και με το συναίσθημα της ανακούφισης και της χαράς που προκαλεί: «Η νύχτα είναι υπέροχη, η ημέρα είναι ωραία. Αυτοί που διαθέτουν το αίσθημα του υπέροχου οδηγούνται στα υψηλά αισθήματα της φιλίας, της αιωνιότητας, της περιφρόνησης του κόσμου, μέσα στη γαλήνια σιωπή μιας καλοκαιρινής νύχτας, όταν η τρεμάμενη λάμψη των άστρων διατρέχει τη μελανόχροη νύχτα και το φεγγάρι εμφανίζεται μοναχικό στο στερέωμα. Το φέγγος της μέρας γεννά μαζί με τον ζήλο για εργασία, ένα αίσθημα χαράς. Το υπέροχο ταράσσει, το ωραίο γοητεύει. Το πρόσωπο αυτού που διαπερνιέται από το αίσθημα του υψηλού αποπνέει την αυστηρότητα και συχνά, την έκπληξη, το ζωηρό αίσθημα του ωραίου αναγγέλλεται από το φωτεινό βλέμμα, το χαμόγελο και συχνά από τη θορυβώδη ευθυμία»[7].

Με την Αισθητική του Hegel, υπέρβαση όλων των προηγούμενων αισθητικών θεωρήσεων της νεότερης Ευρώπης, βρισκόμαστε σε ένα πλατωνικό περιβάλλον ανάδυσης μιας ιδεαλιστικής θεώρησης του ωραίου και της τέχνης. Το ωραίο, κατά τον Hegel, ως «αισθητή έκφανση της Ιδέας», είναι η ενοποίηση του αισθητού αντικειμένου με την έννοιά του και ορίζεται ως «φιλοσοφία της όμορφης τέχνης» ή «φιλοσοφία της τέχνης του ωραίου». Στην εγελιανή αισθητική η τέχνη –αν και διατηρεί τις αξιώσεις της αλήθειας της– υπολείπεται της φιλοσοφίας, επειδή μόνον η τελευταία επιτελεί, μέσω της «εννοιολογικής επίγνωσης», τη σύνδεσή της με την αλήθεια. Η τέχνη είναι το πεδίο συνάντησης και συμφιλίωσης του αισθητού με το νοητό. Και αν ισχύει ότι η μέθεξη του έργου τέχνης με την αλήθεια πραγματοποιείται μέσω μιας ιδέας, τότε οδηγούμαστε στην απόρριψη της αισθητικής κατηγορίας της μίμησης, θέση που ο Σωκράτης διατυπώνει με διαύγεια στο 10ο βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας. Αναδεικνύεται επιπλέον και η διαλεκτική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο έργο τέχνης και αυτόν που το προσλαμβάνει[8].

Μια εντελώς διαφοροποιημένη άποψη εισηγείται ο Σοπενχάουερ, ο οποίος θεωρεί τη γένεση της τέχνης, της ποίησης και της φιλοσοφίας ως προϊόν της νοητικής δύναμης του ανθρώπου, όταν παύει να στρέφει αυτή τη δύναμη στον φυσικό σκοπό της, στην εξυπηρέτηση της βούλησης, και ενεργεί με τρόπο εντελώς αντικειμενικό. Η ποίηση δηλαδή δημιουργείται την ευτυχισμένη στιγμή που ο ανθρώπινος νους δραπετεύει από τον καταναγκασμό της βούλησης. Θα γράψει πολύ παραστατικά ο φιλόσοφος: «…Ο νους είναι από τη φύση του ένας σκληρά εργαζόμενος μεροκαματιάρης, που το πολύ απαιτητικό αφεντικό του, η βούληση, τον απασχολεί από το πρωί ως το βράδυ. Αν, παρ’ όλο τούτο, συμβαίνει κάποτε, σε κάποια ελεύθερη ώρα του, αυτός ο συνεχώς καταπιεζόμενος δούλος να ετοιμάσει ένα μέρος της δουλειάς του εθελοντικά… απλώς και μόνο για δική του ικανοποίηση και ευχαρίστηση, τότε αυτό θα είναι ένα γνήσιο έργο τέχνης, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έργο μεγαλοφυΐας»[9].

Σήμερα η επιστήμη της νευροβιολογίας –πέρα από τις ατέρμονες θεωρήσεις της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας, της φιλολογίας και της αισθητικής– επιχειρεί να ανακαλύψει ένα «αντικειμενικό μέτρο» της ομορφιάς, κοινό στον κάθε άνθρωπο, του οποίου ο ζωτικός χώρος βρίσκεται μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο Σαμίρ Ζέκι, διακεκριμένος καθηγητής της Νευροαισθητικής στο University College του Λονδίνου, έχει προσεγγίσει τη νευρωνική βάση της εμπειρίας της ομορφιάς: επισημαίνει δηλαδή, ύστερα από ερευνητική εργασία χρόνων, έναν «αντικειμενικό» δείκτη, που μπορεί να μας δείξει αν θεωρούμε ωραίο ή άσχημο ένα έργο τέχνης, μετακινώντας πλέον το ζήτημα από το αντικείμενο (έργο τέχνης) στο ίδιο το υποκείμενο. «Ο εγκέφαλος είναι, αναμφίβολα, το μεγαλύτερο επίτευγμα της βραδείας διεργασίας της εξέλιξης. Η γνώση των λειτουργιών του εγκεφάλου και των εκπληκτικών κατορθωμάτων του, όπως είναι η τέχνη και η φιλοσοφία, ενισχύει την αίσθηση της ομορφιάς και το δέος που μας προκαλούν, και μας επιτρέπει να θαυμάζουμε όχι μόνον τα αποτελέσματα αλλά και το όργανο που τα δημιουργεί», γράφει στο βιβλίο του Εσωτερική όραση: Μια εξερεύνηση της τέχνης και του εγκεφάλου[10]. Στόχος του βέβαια δεν είναι η αναζήτηση της καλλιτεχνικής αξίας ενός έργου και τα επιμέρους ατομικά κριτήρια, αλλά οι νευρωνικές υποδοχές του θαυμασμού ή της αποστροφής στη θέα ενός έργου τέχνης. «Επειδή δεν υπάρχει ένα οικουμενικό πρότυπο για την ομορφιά ούτε ένα μεμονωμένο χαρακτηριστικό που να την ορίζει, αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε στην ομορφιά όπως αυτή βιώνεται από τον καθένα», θα δηλώσει σε συνέντευξή του. «…Σε μεγάλο βαθμό, η λειτουργία της τέχνης και η λειτουργία του οπτικού εγκεφάλου ταυτίζονται ή, τουλάχιστον, οι στόχοι της τέχνης είναι προέκταση των λειτουργιών του εγκεφάλου. Επομένως, αν μάθουμε περισσότερα για τη λειτουργία του εγκεφάλου και ειδικότερα για τη λειτουργία του οπτικού εγκεφάλου, ίσως να διατυπώσουμε τα κύρια σημεία μιας θεωρίας της αισθητικής σε βιολογική βάση»[11].

Είναι γεγονός ότι κάθε πραγματικός δημιουργός, πέρα από την ιστορικότητα και τις μεταβολές που επιφέρει στην αντίληψη περί του ωραίου και του άσχημου, εκπροσωπεί μια ιδέα ή και μια θεωρία για την ομορφιά. Που την υλοποιεί με το έργο του ανεξάρτητα από την τρέχουσα αντίληψη περί αισθητικής πολλές φορές. Τι ωστόσο διαφοροποιεί την ομορφιά της τέχνης από την ομορφιά ενός οποιουδήποτε χρηστικού αντικειμένου ή την ομορφιά ενός φυσικού αντικειμένου και του ανθρώπου; Η ομορφιά της τέχνης εμπεριέχει μια πνευματικότητα, που ανακλάται στο δημιούργημα και που το μετακινεί από την υλική του υπόσταση, ενώ ταυτόχρονα το περιβάλλει με τη μαγεία της ηθικής ομορφιάς. Και δεν εννοούμε την ηθική ομορφιά ως μια κανονιστική συμβατική κατάσταση του συνυπάρχειν, αλλά ως την ιδέα που αποκαθαίρει τον άνθρωπο-μέτοχο του έργου τέχνης από τα πάθη της στιγμής, της καθημερινότητας τη μικρή εμβέλεια, και τον παρασύρει σε διαδικασίες ψυχικής και συναισθηματικής ανάτασης, συμφιλίωσης με την έννοια της ανθρωποσύνης και την ομορφιά της.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Max Luthi, Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση, Πατάκης, Αθήνα 2018, σ.49.
[2] Ό.π., σ.48.
[3] Ό.π., σ.57.
[4] Βοήθιος, Παραμυθία της Φιλοσοφίας, τ. Α’, Πατάκης, σ.25-26.
[5] Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής, 1448b5-6.
[6] Γ. Βελουδής, Η αισθητική ως κλάδος της φιλοσοφίας, ΤΟ ΒΗΜΑ, 24 Νοεμβρίου 2008.
[7] Immanuel Kant, Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου, Printa 2011, σ.25-27).
[8] Παύλος Σιλβέστρος, Μια περιδιάβαση στη διαλεκτική του Χέγκελ, https://www.academia.edu/36295235/, ανακτήθηκε Ιούνιος 2019.
[9] Α. Σοπενχάουερ, Επιλογή από το έργο του, μτφρ. Νίκος Σκουτερόπουλος – Κλάους Μπέτσεν, Στιγμή, Αθήνα 1993, σ.91.
[10] Σαμίρ Ζέκι, Εσωτερική όραση: Μια εξερεύνηση της τέχνης και του εγκεφάλου, Πανεπιστημιακές Εκδ. Κρήτης, 2002.
[11] Λαλίνα Φαφούτη, Το μέτρο της ομορφιάς, Το Βήμα-Science, 7 Οκτωβρίου 2012, ανακτήθηκε Ιούνιος 2019.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΡΘΡΑ
«Θέματα και προβαλλόμενες αξίες στο έργο της Φωτεινής Φραγκούλη» της Αναστασίας Ν. Μαργέτη

Η Φωτεινή Φραγκούλη (1958-2018) ήταν πολυβραβευμένη συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Αγαπούσε τα παραμύθια και τα παιδιά, «τα Πλατανόπαιδα», όπως τα αποκαλούσε. Στα βιβλία της, αυτές οι δύο αγάπες...

ΑΡΘΡΑ
«Χριστούγεννα με τον λόγο του Παπαδιαμάντη» της Χρυσούλας Πατεράκη

Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων λογοτεχνών κι εκείνος που αναμφισβήτητα τα ύμνησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο Αλέξανδρος...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.