fbpx
«Όρκος στη μάνα, όρκος στο Θεό» της Κυριακής Μπεϊόγλου

«Όρκος στη μάνα, όρκος στο Θεό» της Κυριακής Μπεϊόγλου

Τα βροχερά πρωινά, τα ζεστά μεσημέρια και τα έρημα βράδια ξεπηδούσε από μέσα του ένα συναίσθημα από τον κόσμο των σκιών. Ήξερε όμως πως είναι η νοσταλγία μιας χαμένης αγάπης, μιας λησμονιάς που όμως ζητούσε να αποκαλυφθεί.

Ήθελε να την ξαναδεί. Πώς μπορούσε να αγνοήσει αυτό το αίσθημα που τον τελευταίο καιρό σιγοκαίει τα σωθικά του; Ο Στρατής, ένα όνομα που συναντούσε κανείς συχνά στους Χατζήδες, την οικογένειά του, ήταν ογδόντα χρονών. Χήρος τα τελευταία δέκα. Ζούσε στο Φάληρο από το ’55 σε μια μονοκατοικία μ’ έναν κάποτε φροντισμένο κήπο. Από πάνω έμενε η κόρη του η παντρεμένη. Η ανύπαντρη έμενε στη Σαλονίκη. «Πιο καλά», έλεγε. Πήγαινε καμιά φορά, γιατί του θύμιζε εκείνη.

Άκουσε το πιστολάκι από μέσα και υπολόγισε πως η Μαρία, η μικρή του κόρη, ήθελε κάνα μισάωρο μέχρι να ξετρυπώσει απ’ το δωμάτιο. Είχε έρθει εδώ και λίγες μέρες κοντά του, δεύτερη βδομάδα των γιορτών. Σκέπασε με το πιατάκι τον καφέ της και φώναξε ένα «φεύγω» καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα.

Τον περισσότερο καιρό του τον περνούσε στην παραλία. Κοιτούσε τη θάλασσα κι από μέσα του την έλεγε Βόσπορο. Παρατηρούσε τους Φαληριώτες και σκεφτόταν τους δικούς του, τους φίλους του. «Να, τέτοιαν ώρα ο Μιχάλης θ’ ανεβαίνει την Ταξίμ και θα καίγεται η γλώσσα του απ’ το σαλέπι, ο Ανέστης πάλι θα τραβάει για το μπεζεστένι να ανοίξει το λουκουματζίδικο». Μιλούσε πού και πού μαζί τους στο τηλέφωνο μα για εκείνην δεν ρώταγε ποτέ, μήτε αν γέρασε μήτε αν άλλαξε. Αλλά για τους φίλους του μάθαινε πολλά. Την ώρα που ήξερε πως έτρωγαν, έτρωγε. Την ώρα που έπαιζαν χαρτιά στο καφενείο, έπαιζε και κείνος. Τραγουδούσε μαζί τους, θύμωνε μαζί τους. Η Ελένη κι η Μαρία, οι κόρες του, δεν ανησυχούσαν και πολύ για τον πατέρα τους και τις σκιές του, γιατί ήξεραν πως εκείνες οι «συνευρέσεις» είχαν τη μορφή ενός αθώου και ακίνδυνου παιχνιδιού που του θύμιζε τη μεγάλη του αγάπη. Βέβαια, όταν χάιδευε τα βότσαλα στα χέρια του και τα «στόλιζε» με λέξεις που δεν πολυκαταλάβαιναν, το χείλι τους στράβωνε με επίκριση, μα σιγά σιγά το συνήθισαν.

Τούτη τη μέρα του Γενάρη, την όγδοη, ο άνεμος δυνάμωσε στην προκυμαία και το σινεμά του Φλοίσβου έμοιαζε με πλοίο στη θάλασσα που το πλήρωμα κι οι επιβάτες περίμεναν απάγκια και σκοτεινά να τελειώσει ο Στρατής τη βόλτα του και να το καπετανεύσει. Μα κείνος είχε κοκαλώσει στο παγκάκι δίπλα στη μάνα του, που φόραγε τα μαβιά της και τον κανάκευε «πασά» και «τζιέρι». Πέρασαν χρόνια πολλά που ’χε πεθάνει, μα πού και πού την ένιωθε ολοζώντανη κοντά του. «Μου λείπει», της έλεγε, «μου λείπει πολύ», της ξανάλεγε και τον έπιανε το παράπονο. Μα εκείνη δεν έκανε πίσω: «Τι είπαμε, Στρατή; Εκεί χάθηκε το βιος μας κι ο πατέρας σου σ’ ένα βράδυ. Εφτά Σεπτέμβρη. Μην ξεχάσεις. Όρκο μου ’δωκες, δεν θα ξαναγυρίσεις. Μαύρη πέτρα. Όρκος στη μάνα, όρκος στο Θεό». Μαύρη πέτρα… επαναλάμβανε. Όρκος στη μάνα, όρκος στο Θεό. Κι ύστερα εκείνη γλύκανε κι ησύχασε η ματιά της και τράβηξε κι αυτή για το καράβι που περίμενε να τ’ οδηγήσει ο γιος της.
Έμεινε ο Στρατής στο παγκάκι μωρό, παιδί, νιος και γέρος κι αρχίνησε το τραγούδι μέχρι να πάει η ώρα δώδεκα και να ξεκινήσει για το σπίτι.

Απόψε, μαυρομάτα μου
σου χάρισα τα νιάτα μου
και βρέθηκα στην ξενιτιά
πουλί σε θάλασσα πλατιά.

Ξενάκι είμαι και θα ’ρθω
στο στρώμα σου να κοιμηθώ
κι αν σε μαλώσουν, μην ντραπείς
ξενάκι είμαι να τους πεις.

Το φεγγαράκι ρώτησα
πού θα σε βρω, αρχόντισσα
και μου είπε ο Αυγερινός
εκεί που φέγγει ο ουρανός

Ξενάκι είμαι και θα ’ρθω
στο στρώμα σου να κοιμηθώ
κι αν σε μαλώσουν, μην ντραπείς
ξενάκι είμαι να τους πεις

Δώδεκα είπε, δώδεκα ξεκίνησε. Πέντε βήματα απ’ την πλατεία το σπίτι. Πήρε ψωμί, αν κι ήξερε πως μοναχός του θα το ’τρωγε. Η Μαριώ δεν το ’βαζε στο στόμα της. Αυτό το πράγμα ο Στρατής ποτέ του δεν το κατάλαβε. Σαν πρωτόρθε με τη μάνα του στο Φάληρο, πρώτα για φούρνο καλό κοιτάξανε. Μα κείνης δεν της άρεσαν τα ζυμώματα τ’ αθηναίικα κι άρχισε να φτιάχνει μοναχή της. Έφτιαχνε ψωμί μέχρι που δεν λύγιζαν πια τα χέρια της απ’ τα χρόνια. Όρκος στη μάνα, όρκος στο Θεό. Άνοιξε την εξώπορτα και έριξε μια ματιά στο πάνω πάτωμα. Τα εγγόνια στο σχολείο. Ο Αντρέας στη δουλειά και το Λενιώ θα τρέχει να προλάβει τα συγυρίσματα να τους ευχαριστήσει όλους, σκέφτηκε. Όρκος στη μάνα, όρκος στο Θεό. Κοίταξε και τον χορταριασμένο κήπο και του χαμογέλασε απολογητικά. Είχε σπουδάσει τη γεωπονική και τούτο δω το χώμα είχε θρέψει δοξασμένες τριανταφυλλιές και φημισμένα κρίνα. Τώρα έστεκαν μόνο οι θάμνοι, από τότε που έφυγε η Αμαλία, η γυναίκα του, που ολημερίς τον πότιζε και τον περιποιούνταν, όπως πότιζε και περιποιούνταν αυτόν και τα παιδιά, έχασε ο κήπος τις καλύτερές του ρίζες. Όρκος στη μάνα, όρκος στο Θεό, έλεγε και ξανάλεγε.

Έκανε να ξεκλειδώσει την πόρτα, μα τη βρήκε ελεύθερη. «Μπα σε καλό της… δεν κλείδωσε η Μαρία;» έκανε, μα σε μια στιγμή αφουγκράστηκε σιγομιλήματα. Τις βρήκε και τις δυο να κάθονται στο «ιερό» τραπέζι της κουζίνας. Εκεί παίρνονταν οι μεγάλες αποφάσεις της οικογένειας Χατζή, κι αυτό σταθερό κι ακλόνητο τις άντεχε όλες.

«Καλώς τον…» έκανε η Ελένη. Γύρισε προς το μέρος του κι η Μαρία, κοιτάζοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω. Έλα του ’δειξε η αγκαλιά της, έλα του ’πε κι η φωνή της.

Άφησε ο Στρατής το ψωμί πάνω στο τραπέζι σαν να ήτανε κάτι πολύτιμο και σίγουρο και κάθισε κοντά τους μ’ ένα αχ, γιατί η υγρασία του ’χε σκληρύνει τα κόκαλα.

«Μπαμπά, εγώ κι η Ελένη θέλουμε να σου μιλήσουμε». Η Μαρία έφερε την καρέκλα πιο κοντά κι ακούμπησε το μάγουλο στο μπράτσο του.

Οχ… σκέφτηκε ο Στρατής. «Τι είναι, βρε μουσίτσες;» Η Ελένη έσπρωξε προς το μέρος του έναν άσπρο φάκελο με μια κίτρινη φίρμα πάνω δεξιά. Κάτι αγγλικά γράμματα που δεν τα καταλάβαινε. «Τι είναι, παιδί μου;» έκανε σοβαρά τώρα ο Στρατής.

Κι η Ελένη, σα να κράταγε μες στο στήθος της σμάρι από λέξεις, άρχισε να μιλάει γρήγορα. «Θα πάμε μαζί, πατέρα. Οι τρεις μας θα πάμε να τη δούμε, να τη βρούμε, να σου φύγει ο νταλκάς. Και γω που χω τ’ όνομα της μάνας σου, τ’ όνομα της γιαγιάς, σ’ αποδεσμεύω απ’ τον όρκο σου. Και τούτο το ταξίδι σ’ το χρωστάμε, γιατί μέσα απ’ την αγάπη σου μέρα τη μέρα τόσα χρόνια μεγάλωσε κι η δική μας αγάπη κι άλλο με το μαράζι δεν μπορούμε να σε βλέπουμε, μπαμπά, μπαμπάκα μου, μην πεις όχι κι άσε μας να σε πάμε στην αγάπη σου… που να ’σαι σίγουρος και κείνη σε περιμένει, γιατί ποιον άλλο καλύτερο από σένα αγαπημένο να ’χει δει που δεν την ξέχασες στιγμή… και στους δρόμους της περπατάς ογδόντα χρόνια τώρα. Εισιτήρια πατέρα μου είναι… εισιτήρια για τη λατρεμένη σου Κωνσταντινούπολη. Γι’ αύριο. Τα κανονίσαμε όλα. Μη με κοιτάς έτσι, μπαμπάκα μου. Πες κάτι. Πες ναι».

Ο Στρατής Χατζής πήρε τον φάκελο στα χέρια του, έκλεισε τα μάτια που έτρεχε το δάκρυ νερό και τον έφερε στο μέρος της καρδιάς. Η Πόλη ζούσε μέσα του κινούμενη και ζωντανή, σιγομουρμούριζε τη μελωδία της μέσα απ’ τους μικρούς κυματισμούς της θάλασσας. «Ναι…» είπε.

Όλη τη μέρα ετοιμαζότανε. Πήγε κι απ’ τον κουρέα. Πήγε πήρε δώρα για τους φίλους του. Πήγε από δω κι από κει και το ’πε στους γειτόνους. Το βράδυ βρήκε έναν ανάστατο Στρατή να περπατάει πέρα-δώθε. Κοίταζε και ξανακοίταζε τα εισιτήρια, έλεγχε και ξαναέλεγχε τη βαλίτσα, έστρωνε με τα χέρια του το καλό του το κουστούμι, έφτιαχνε τ’ άσπρο πουκάμισο που ’χε απλωμένο στο κρεβάτι, ώσπου ήρθε η Μαρία και του ’δωσε δυο χαπάκια ηρεμιστικά και έκλεισαν τα μάτια του κι η αγωνία του.

Ξημέρωσε στο Φάληρο, ξημέρωσε και στην αυλή του. Κι ώσπου να σηκωθεί και να ετοιμαστεί, πέρασαν δυο ώρες σαν δευτερόλεπτα κι απ’ έξω ο Αντρέας κόρναρε. «Άντε, πατέρα!» του φώναξε η Ελένη. Βγήκε κι ο Στρατής. Όμορφος και καμαρωτός με τη βαλίτσα του στο χέρι. Γαμπρός. Τα κορίτσια στην εξώπορτα του έγνεφαν να βιαστεί. Έκανε ένα βήμα και στάθηκε. Άφησε τη βαλίτσα και τις φώναξε. Τις χάιδεψε και τις φίλησε.

«Σεις να πάτε», είπε. Ύστερα, γύρισε και μπήκε σπίτι του ανακουφισμένος. «Όρκος στη μάνα, όρκος στο Θεό».

 

Η Κυριακή Μπεϊόγλου είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος στην Εφημερίδα των Συντακτών. Αρθρογραφεί συχνά για θέματα λογοτεχνίας. Υπήρξε συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου-καφέ «Συλλαβή» στο Παγκράτι.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.