«Εκείνος που διαταράσσει την ησυχία των άλλων (Βάτσλαβ Χάβελ)» του Πέτρου Γκάτζια
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Χάβελ αναγκάστηκε να δουλέψει ως εργάτης σε μια ζυθοποιία για να τα βγάλει πέρα, καθώς το κομμουνιστικό καθεστώς δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια. Χρόνια αργότερα, θα χρησιμοποιήσει την εκεί εμπειρία του σε ένα από τα βιβλία του, περιγράφοντας έναν άλλον εργάτη ο οποίος τόλμησε να αψηφήσει τα αφεντικά του προτείνοντας κάποιες αλλαγές, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας και η παραγωγή. Δεν επρόκειτο για κάποιον διανοούμενο ή πολιτικό ακτιβιστή ή επαναστάτη, αλλά για κάποιον που απλώς είχε κάποιες ιδέες, όμως αυτό δεν μπορούσε να γίνει ανεχτό από τα αφεντικά.
«Όλο και συχνότερα», σχολιάζει ο Τσέχος συγγραφέας και πολιτικός, «το να ζει κανείς φυσιολογικά ξεκινάει ως μια προσπάθεια να κάνει σωστά τη δουλειά του και καταλήγει να τον αντιμετωπίζουν σαν εχθρό της κοινωνίας».
Ένα αγόρι της μπουρζουαζίας, που έγινε ένας μποέμ θεατρικός συγγραφέας, αργότερα ένας αντιφρονών με ενεργό δράση, ένας από τους πρωταγωνιστές της Άνοιξης της Πράγας, κρατούμενος και πολύ αργότερα, με τη Βελούδινη Επανάσταση, ένας εμβληματικός πρόεδρος, με το πλήθος να φωνάζει: «Ο Χάβελ στο Κάστρο», εννοώντας «ο Χάβελ στην προεδρία».
Εκείνη την ιστορική βραδιά, στα τέλη του Νοεμβρίου του 1989, δίπλα στον θρυλικό ηγέτη της Άνοιξης της Πράγας, Ντούμπτσεκ, μόλις είχε αποφυλακιστεί φορώντας ένα δανεικό φαρδύ παντελόνι που κυμάτιζε σαν σημαία.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, όταν αποχωρούσε από το Κάστρο, η εικόνα του ήταν τελείως διαφορετική και ταίριαζε περισσότερο με εκείνο το αγόρι που μεγάλωσε σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον – ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης φημισμένων κινηματογραφικών στούντιο και η μητέρα του καταγόταν από πλούσια οικογένεια διπλωματών και δημοσιογράφων. Φορούσε ένα καλοραμμένο κοστούμι με λευκό πουκάμισο και ο σερβιτόρος έσκυβε με σεβασμό προς το μέρος του, για να του σερβίρει ένα ποτήρι λευκό κρασί. Λες και όλα βγήκαν μέσα από ένα μεγάλο, παράξενο βιβλίο, πολύ κοντά στη συγγραφική του παραγωγή, η οποία αποτελείται από είκοσι θεατρικά έργα και δεκάδες δοκίμια, που έτυχαν παγκόσμιας αναγνώρισης.
Εκείνο το βράδυ, ο Χάβελ, απαλλαγμένος πλέον από τις πολιτικές του υποχρεώσεις, είχε γίνει ξανά συγγραφέας – αν και ποτέ πραγματικά δεν εγκατέλειψε την Τέχνη του. Πόζαρε για τους φωτογράφους με ένα παράξενο σεμνό χαμόγελο, άκουγε συμβουλές κι ευχές και μιλούσε διαρκώς χαμηλόφωνα, όλοι έγερναν προς το μέρος του για να τον ακούσουν και έλεγε ανέκδοτα, πολλά ανέκδοτα και όλοι γελούσαν, γιατί ήξερε να αφηγείται καλά, πολύ καλά. Το μότο του άλλωστε από νέος, όταν έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο, ήταν: «Να καταφέρνεις να ανοίξεις τα μάτια της καρδιάς του άλλου».
Παρ’ όλα αυτά, όπως διηγείται δημοσιογράφος του New Yorker: «Ένα πρωινό βρέθηκα να πίνω καφέ με έναν θεατρικό σκηνοθέτη, κοντά στα ογδόντα, ο οποίος έτυχε να γνωρίζει τον Χάβελ από τα νιάτα του και ήταν ξεκάθαρο πως δεν τον συμπαθούσε». Ο λόγος, όπως αποδείχθηκε, ήταν αυτή η ηθική του Χάβελ, που τον οδήγησε στη ρήξη και στη διατάραξη της «κοινής ησυχίας».