fbpx
«Βαθιά μελαγχολία» της Ντίνας Σαρακηνού

«Βαθιά μελαγχολία» της Ντίνας Σαρακηνού

«Σ’ εκείνη την οικογένεια είχαν τον απέθαντο», αυτό μισόλεγαν ψιθυριστά οι γειτόνισσες. Φοβερή ιστορία στ’ αυτιά ενός μικρού παιδιού, δεν χόρταινα να την ακούω. Χρόνια αργότερα, όταν θα έβλεπα όσους είχαν γλιτώσει από το ξεκλήρισμα των γηρατειών, θα έψαχνα να βρω ένα σημάδι στα πρόσωπά τους, ένα, έστω, μοναδικό ίχνος βιβλικής αθανασίας.

«Περνάει, τώρα περνάει», έδιναν σύρμα κάθε απόγευμα οι μικρότεροι και οι μεγαλύτεροι τους μάλωναν να σωπάσουν. Ο παππούς της οικογένειας διέσχιζε την πλατεία να φτάσει στο καφενείο για να παίξει πρέφα, να πιει και έναν βαρύ γλυκό. Δεν τον θυμόμουν ξεκάθαρα, αχνά ίσως, τα τραχιά του μάγουλα και τα μαύρα φρύδια του που δεν είχαν ούτε μια άσπρη τρίχα. Αλλά όλες αυτές ήταν δικαιολογημένες αντιδράσεις, ήταν εκείνα τα χρόνια όταν οι άνθρωποι πίστευαν στις νεράιδες των δέντρων που έκλεβαν τη μιλιά από τα παλικάρια.

Το σίγουρο ήταν, πάντως, ότι έζησαν όλοι άνω των διακοσίων ετών. Είδαν και τρισέγγονα. Και η φήμη μεγάλωνε, μεγάλωνε και, κάποια στιγμή, οι χωριανοί έβαλαν λόγια στον παπά. Τον κράτησαν ένα βράδυ στην εκκλησία και του εξομολογήθηκαν τις ανησυχίες τους.

«Πάτερ, τον θυμάται γέρο ο πατέρας μου και τώρα οργώνει τα χωράφια του», έλεγε ο ένας. «Η γιαγιά μου ήταν κοριτσάκι όταν πήγε στον γάμο τους. Η γιαγιά μου είναι μακαρίτισσα δέκα χρόνια τώρα και η γυναίκα του σήμερα μαγείρεψε κόκορα και μύρισε όλη η γειτονιά». «Μη βλασφημείτε, χωριανοί, με το Θεό θα τα βάλουμε πότε θα πάρει τους ανθρώπους; Τραβάτε στις δουλειές σας και μην ακούσω τέτοιες κουβέντες ξανά». Τι να κάνει όμως και ο παπάς, δεχόταν πιεστικές ματιές και έτσι μια μέρα άνοιξε το θέμα στο καφενείο μπροστά σε όλη την ομήγυρη.

«Μια χαρά κρατιέσαι, μπάρμπα, πόσα χρόνια μετράς;» του είπε ρίχνοντας μια ζαριά στο τάβλι του. Λες και είχε την απάντηση έτοιμη εκείνος. «Δεν τα μετράω, πάτερ μου, αυτά, όσα μού δώσει ο Θεός. Είμαι ευτυχής, έχω δει εγγόνια». Λύσσαξαν οι χωριανοί που δεν απάντησε και σιγά σιγά άρχισαν να τους αποφεύγουν. Οι γειτόνισσες έπαψαν να καλούν τη γυναίκα του στα σπίτια τους και έτσι κόπηκαν οι ανταλλαγές από πίτες και γλυκά. Αυτή η αντίστασή τους στην εξέλιξη του χρόνου, η ακύρωση των γενετικών προδιαγραφών, τρόμαζε για τα καλά το χωριό και δοκίμαζε τις αντοχές όλων.

Μπροστά σε αυτή την παραγκώνισή τους από τη μικρή κοινωνία, σε μια εκκλησιαστική προσπάθεια ο παπάς κήρυττε τις Κυριακές όλο και περισσότερο για αγάπη προς τον πλησίον. Οι χωριανοί όμως δεν ανταποκρίνονταν σε συναισθηματικές μανούβρες και φόβος με ανάμεικτο θυμό είχε απλωθεί στο χωριό. Μπροστά στο ανεξήγητο και ανώμαλο αυτό φαινόμενο, παραγκώνισαν την οικογένεια των απέθαντων παντελώς.

Και έτσι, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποκτήσουν σχέσεις ξανά με τους συντοπίτες τους, η γυναίκα του αποφάσισε ν’ ανοίξει το σπίτι τους σε βεγγέρα. Βασίστηκε σε μια λανθασμένη εκτίμηση ότι ο λόγος της διακοπής των σχέσεων ήταν ο φόβος και όχι η ζήλια που φούντωνε στα στήθη των διπλανών τους κάθε φορά που έθαβαν έναν δικό τους και τον παρέδιδαν στα χέρια του Θεού, του Θεού που προφανώς έκανε διακρίσεις. Στάλθηκαν έτσι επίσημες προσκλήσεις, ταχυδρομικώς σε λευκούς φακέλους και με χρυσά γράμματα. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοιες στο χωριό. Αξιότιμη Οικογένεια… σας προσκαλούμε στην οικία μας… συνοδεία της μουσικής ορχήστρας…

Θυμάμαι τη μάνα μου να ξινίζει το πρόσωπό της, όταν της το είπε ο πατέρας μου. Μόνο μια θεία μου, που είχε κλείσει τα σαράντα πέντε, ανύπαντρη και άκληρη εναντιώθηκε στην οικογένεια. «Εγώ θα πάω», μας δήλωσε. Συγκλήθηκε αμέσως οικογενειακό συμβούλιο, με εμάς τους μικρότερους να κρυφακούμε πίσω από τις πόρτες. «Αν έχουν βρει αυτοί το μυστικό της νεότητας, θέλω να το μάθω και εγώ», έλεγε αμετάπειστη. «Δεν θα βάλεις εσύ τα παιδιά μου σε κίνδυνο», της αντιγύριζε η μάνα μου. Ο πατέρας μου, ως πιο λογικός, προσπαθούσε να καλμάρει τα πνεύματα. Ένας θείος μου, δικηγόρος, ο μόνος σπουδαγμένος της οικογένειας, ο οποίος είχε έρθει εσπευσμένα από την πρωτεύουσα για την περιβόητη βεγγέρα, τους κοιτούσε και γελούσε. «Θα πάμε μαζί, να διερευνήσουμε αυτό το θαύμα της φύσης, αδερφή, και αν κρύβουν κάποιο ελιξίριο νεότητας, σου υπόσχομαι θα το κλέψουμε και θα τους ραντίσουμε όλους», την πείραζε γελώντας.

Τις επόμενες ημέρες, όλο το χωριό ζούσε στην αναμονή του μυστηρίου της βεγγέρας. Το πέτυχαν αυτό που ήθελαν αν το καλοσκεφτείς, γιατί άρχισε να αλλάζει το κλίμα υπέρ τους. Οι κυρίες παράγγειλαν φουστάνια από το εξωτερικό, οι άντρες τους το συζητούσαν στα καφενεία. Μια γειτόνισσα προσκάλεσε και την ξαδέλφη της από μακρινή πόλη, που πάλευε χρόνια με την κακιά ασθένεια. «Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να τη γιάνουν», εκμυστηρεύτηκε στη μάνα μου. Αυτό το επικείμενο βράδυ της βεγγέρας εξαφάνισε τη δυσθυμία τους και πλησίαζε με προσδοκίες για τα αναπάντητα γιατί του καθενός. Στο μυαλό τους, η οικογένεια αυτή είχε πάρει διαστάσεις μυθικές.

Εκείνο το βράδυ, όλο το χωριό παρέλασε από το σπίτι τους. Εμάς τους μικρότερους δεν μας άφησαν να πάμε, αλλά μαζευτήκαμε στην αυλή τους και παίζαμε κρυφτό. Βλέπαμε από τα παράθυρα εκλεκτά εδέσματα, πίτες, κοκκινιστά, γλυκά σε ασημένιες πιατέλες, βαρέλια με κρασιά. Ο κόσμος χαμογελαστός διασκέδαζε με τη μουσική των βιολιών, με μια, ίσως, ανεπαίσθητη προσμονή. «Θα μας ανακοινώσουν κάτι, δεν μπορεί…» ψιθύριζαν μεταξύ τους. Κάποιος παρατηρητικός θα έβλεπε ότι τα ρουθούνια τους ανοιγόκλειναν. Όμως σερβιρίστηκε και το γλυκό, αλλά ανακοίνωση δεν βγήκε. Έως ότου, μέσα στο γλέντι και τη χαρά, μέσα στα φώτα της βεγγέρας, ορθώθηκε μια κοφτή φωνή.

«Το λοιπόν. Θα μας πείτε το μυστικό της μακροζωίας σας;» Δεν είχαμε αντιληφθεί τον τρελό του χωριού που ήταν και εκείνος καλεσμένος. Σώπασαν τα βιολιά, κατέβηκαν τα πιρούνια και όλοι κοίταξαν τους οικοδεσπότες.

«Αν σας πούμε ότι δεν υπάρχει μυστικό, θα το πιστέψετε;» ακούστηκε η οικοδέσποινα ατάραχη. Τους γυάλισε όμως το μάγουλό της στα φώτα, κόκκινο, σαν εικοσάχρονης. Δυο-τρεις ανυπόμονοι την είχαν περιεργαστεί πιο πριν και την πλησίασαν πρώτοι. Της ξερίζωσαν μια τούφα στην αρχή, μετά μια δεύτερη. Εκείνη στην αρχή προσπάθησε να τους αποτρέψει και φώναξε για βοήθεια, αλλά οι υπόλοιποι είχαν ήδη ακινητοποιήσει και τον άντρα της. Ο καθένας τους άπλωνε το χέρι άγαρμπα να πάρει ένα κομμάτι από νιότη.

Όρμησε σαν κοπάδι επάνω τους όλο το χωριό, μέχρι και οι βιολιτζήδες. «Αρκετά! Αρκετά!» ακούστηκε δυνατά μια φωνή. Ήταν ο παπάς, που μπήκε μέσα με μια μαγκούρα και βάραγε στο ψαχνό πόδια και χέρια. Μεμιάς, οι ξεσκισμένοι οικοδεσπότες κρύφτηκαν πίσω από τα ράσα του και οι καλεσμένοι τούς κύκλωσαν ντροπιασμένοι. «Όλοι στα σπίτια σας, χωριανοί, το γλέντι τελείωσε», βροντοφώναξε. Η βεγγέρα διαλύθηκε και η ατμόσφαιρα ηρέμησε.

Την επόμενη μέρα χάθηκαν από το χωριό, μάθαμε ότι μετακόμισαν. Κανείς δεν μίλησε για εκείνους έκτοτε ή για τη λαμπερή βεγγέρα. Το σπίτι τους όμως στέκεται ακόμα εκεί, εγκαταλελειμμένο.

Η θεία μου, από εκείνο το βράδυ, είχε φέρει μαζί της ένα σκισμένο κομμάτι ύφασμα από το φόρεμα της οικοδέσποινας και το φύλαξε σε ένα βελούδινο κουτί. Χάιδευε το σώμα της με αυτό το κομμάτι ύφασμα και ορκιζόταν ότι της περνούσαν οι πόνοι. Δεν κατάφερε όμως να σταματήσει τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια της, ούτε και το γκριζάρισμα των μαλλιών της. Κάποια στιγμή το καταχώνιασε σε ένα συρτάρι και μετά την έπιασε μια βαθιά και χρόνια μελαγχολία, μια μελαγχολία που σούφρωσε το στόμα της και πίκρανε ό,τι γευόταν, μια μελαγχολία σαν την απόρριψη από μάνα, μια μελαγχολία αναπηρική θα έλεγε κανείς, όπως ακριβώς είχα μάθει ότι είχε συμβεί και σε κάθε έναν προσκεκλημένο της βεγγέρας. Το κουτί φθάρηκε αλλά το ύφασμα είναι ακόμα φανταχτερό, σαν καινούργιο. Αν δω ποτέ την οικοδέσποινα της λαμπερής βεγγέρας ξανά στο χωριό, θα της το επιστρέψω για να το ράψει στο φουστάνι της ή, για σιγουριά, θα το δώσω στην εγγονή μου να της το παραδώσει.

 

Η Ντίνα Σαρακηνού κατάγεται από την Κέρκυρα, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιοπληροφορική στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και διευθύνει το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.